αυτοδηλητηρίαση

αυτοδηλητηρίαση
η
δηλητηρίαση του οργανισμού από δικά του μεταβολικά προϊόντα, η οποία οφείλεται σε διαταραχές του ήπατος, των νεφρών ή των εντέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοπραναιμία — και κοπραιμία, η ιατρ. αυτοδηλητηρίαση τού οργανισμού, για την οποία πιστευόταν ότι οφείλεται σε απορρόφηση προϊόντων αποσύνθεσης τών κοπράνων σε περιπτώσεις παρατεταμένης δυσκοιλιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. copremia < copr… …   Dictionary of Greek

  • Μέτσνικοφ, Ιλία Ίλιτς — (Ilya Ilich Mechnikov, Χάρκοβο Ουκρανίας 1845 – 1916). Ρώσος βιολόγος και παθολόγος, ένας από τους ιδρυτές της εξελικτικής εμβρυολογίας. Ο Μ. αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Χάρκοβο το 1864. Ειδικεύτηκε στη βιολογία σε πανεπιστήμιο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”